γλυκόρραφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόρραφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόρραφτος ἐπίθ. ἐνιαχ. γλυκόρραφτους Θρᾴκ. (Σωζόπ.)
Ετυμολογία
’Εκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ ραφτός.
Σημασιολογία
Ὁ μετ’ ἐπιμελείας καὶ μὲ γλυκείας, εὐχαρίστους σκέψεις ἐρραμμένος: ᾎσμ. Καβάζι μου γλυκόρραφτο καὶ ψιλοκεdημένο, ἂς πάτηα dὴ σκουτίτσα σου κι ἂς φίλα τὴγ κερά σου (καβάζι= ἐπενδύτης γυναικεῖος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA