γλυκόρριζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόρριζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκόρριζα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ (Χαλδ.) γλυκόρρ’ζα Θεσσαλ. (’Αρματολικ.) Ἴμβρ. ἀγλυκόρριζα Κεφαλλ. γλυκόρριζον Κύπρ. -Λεξ. Περίδ. γλυκόρριζο ’Αντίπαξ. Ἤπ. (Ἄρτ.) Κέρκ. (᾽Αργυρᾶδ. Κάβ. Σφακερ. κ.ἀ.) Κύπρ. Παξ. Πελοπν. (Πάτρ. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.) Ρόδ. ἀγλυκόρριζο Κεφαλλ. γλυκορρίζιν Κύπρ. γλυκορρίζι Κύπρ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Τρίκκ.) -Λεξ. Δημητρ. γλυκουρρίζ’ Σάμ. (Μαυρατζ.) γλυκορρίτσι Ζάκ. γλυκορρίντζι Εὔβ. (Ὄρ.) λυgορρίτσι Καλαβρ. (Μπόβ.) γλυgουρρίτσι Καλαβρ. (Μπόβ.) γλυκορρίτζιο Λευκ. γλυκόρριζος ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. γλυκύρριζα, μετασχηματισθὲν κατὰ τὰ λοιπὰ σύνθετα μετὰ τοῦ ἐπιθέτ. γλυκὸς. Ὁ τύπ. γλυκόρριζα καὶ εἰς Σομ. Τὸ οὐδ. γλυκύρριζον ἤδη Ἑλληνιστ. Ὁ τύπ. γλυκορρίζι καὶ εἰς Ρίμ. κόρης καὶ νέου, στ. 109 (ἔκδ. É Legrand B.G.V. 2,54) «γἡ ἀγάπη ἔναι ζάχαρη, μέλι καὶ γλυκορρίζι».

Σημασιολογία

1) Τὰ φυτὰ α) Γλυκύρριζα ἡ ἄτριχος (Glycyrrhiza glabra) καὶ β) Γλυκύρριζα ἡ ἐχινοειδὴς (Glycyrrhiza echinata), ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae), συνεκδοχικῶς δὲ καὶ ἡ ρίζα τῶν ἀνωτέρω φυτῶν (radix liquoriciae) σύνηθ. καὶ Πόντ.: Κεῖνα τὰ γλυκορρίζιˬα μολέψανε τὸ χωράφι οὕλο (μολέψανε=ἐμόλυναν, ἐγέμισαν) Πελοπν. (Κοντογόν.) Τὸ γλυκορρίζι οὔτε ζωντανὰ τὸ τρῶνε οὔτε τίποτα (ζωντανὰ=ζῷα) αὐτόθ. Τοὺ καλουκαίρ’ βράζ’ τοὺ γλυκουρρίζ’ ἀb’ d, ζέστ’ Σάμ. Κάνει ἐμπόριο ἀφιˬόνι, γλυκόρριζες, πολλὰ πράματα ’Ιων. (Σμύρν.) ᾌσμ. ᾿Εσύ ’σαι, ἀγάπη μου, ποὺ λὲν μέλι καὶ γλυκορρίζι, ἐσύ ’σαι ποὺ τὸν ἔκαμες τὸ νοῦ μου καὶ γυρίζει Ρόδ. Γλυκορρίζι, γλυκορρίζι, | ἡ μάννα σου νὰ γκαρίζῃ Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γιˬάμπολη. 2) Εἶδος λαχάνου ἀγρίου μὲ γλυκεῖαν ρίζαν, πιθαν. ἡ πόα Τραγοπώγων ὁ πρασόφυλλος (Tragopogon porrifolius) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Καλάβρυτ.): Νὰ μαζέψῃς γλυκορρίζιˬα νὰ φᾶμε τὸ βράδυ Αἰγιάλ. ’Σ τῆς Παναγιˬοῦς τὸ χωράφι εἶναι πολλὰ γλυκορρίζιˬα αὐτόθ. 3) Τὸ φυτὸν Θριγκίον τὸ κονδυλλόριζον (Thrincia tyberosa) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Λεσβ. 4) Τὸ φυτὸν Θριγκίον τὸ ἁδρότριχον (Thrincia hirta) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Λέσβ. (Μυτιλήν. κ.ἀ.) 5) Τὸ φυτὸν Τεῦτλον τὸ ἄγριον ἤ παράλιον (Beta maritime) τῆς οἰκογ. τῶν Χηνοποδιιδῶν (Chenopodiaceae) Κύπρ. -Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 957). 6) Εἶδος θάμνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλυκόρριζα ἡ, Ἤπ. Γλυκόρριζο τό, Ζάκ. (Καταστάρ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Ἤπ. (Ἄρτ.) Κῶς Πελοπν. (Ἦλ. Λεχαιν. Τριφυλ.), Γλυκορρίζι Πελοπν. (Τριφυλ.) Γλυκόρριζα τά, Κῶς (’Αντιμάχ.) Γλυκορρίζια Κρήτ. (Κίσ.) Πελοπν. (Λογγ. Πυλ. Τριφυλ.) Γλυκορρίζα Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Γλυκορριζᾶς ὁ, Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/