γλωσσόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσόχορτο τό, Κρητ.-Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 91 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ χόρτο.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Σμῖλαξ ἡ τραχεῖα (Smilax aspera), τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδῶν (Liliaceae) Κρήτ. - Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 91 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Συνών. ἀβρωνιˬὰ 2, ἀγριοκισσός, ἀλίσβατο, ἀντζουλόβατος, ἀρκουδόβατος, ἀσμίλαγκας, ζουλόβατος, ξυλόβατος. 2) Τὸ φυτὸν Σμῖλαξ ἡ στρογγυλόφυλλος (Smilax rotundifolia) Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA