γλυκοσαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσαλεύω Π. Νιρβάν., Συναξάρ., 69 Γ. Ψυχάρ., Ἁγν. 288.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαλεύω.
Σημασιολογία
Σαλεύω, κινοῦμαι ἠρέμως, κλυδωνίζομαι ἁπαλὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ βάρκα του τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας ἀπάνω ’ς τὰ νερὰ Π. Νιρβάν., ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ ξύλο ποὺ γλυκοσάλευε δεξιὰ κι ἀριστερὰ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA