γλωσσοκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλωσσοκοπῶ Κρήτ. (Ἔμπαρ.) - Ι. Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 11 - Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γλωσσοκοπάω Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλωσσοκοπάου Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.’α.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. γλωσσοκοπῶ.
Σημασιολογία
1) Φλυαρῶ, μωρολογῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ καθένας ἐδῶ κοιτάζει νὰ περάσῃ τὴν ὥρα του παίζοντας χαρτιά, μιλῶντας καὶ κακολογῶντας καὶ γλωσσοκοπῶντας Ι. Δραγούμ., ἔνθ’ ἀν Συνών. γλωσσοκοπανῶ 1. 2) Κακολογῶ Λεξ. Δημητρ. Συνών γλωσσοκοπανῶ 3. 3) Ὑβρίζω Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλωσσοκοπανῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA