γλυκοσαπουνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσαπουνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοσαπουνίζω Κρητ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἑπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαπουνίζω.

Σημασιολογία

Σαπουνίζω προσεκτικά, μετὰ περισσῆς φροντίδος ἔνθ’ ἀν.: Εἶdα περνᾷ, bρέ, μέρα, ἀποὺ νὰ μὴ τόνε πάῃ ὁ γέρος τὸν χοῖρο νὰ τόνε γλυποσαπουνίσῃ ’ς τὴ βρύση;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/