γλωσσοπούλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοπούλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλωσσοπούλα ἡ, Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθρακ. Ὀθων. Παξ. γλωσσόπουλο τό, Πελοπν. (Μεσσην.) γλωσσόπον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλα, -πουλο, διὰ τὴν ὁπ. βλ. –πουλος.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γλῶσσα 1 Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἔβγαλ’ τὸ γλωσσόπο σ’, ἂς τερῶ γιˬὰ μ᾽ ἐκάεν (βγάλε τὴ γλωσσίτσα σου, νὰ ἰδῶ μήπως ἐκάηκες) Τραπ. Συνών. γλωσσάκι 1, γλωσσαράκι, γλωσσίδα, γλωσσίδι 1, γλωσσίτσα 1, γλωσσίτσι 1, γλωσσούλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA