γλυκοσταλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσταλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσταλάζω Ι. Πολέμ., Κειμὴλ., 39.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σταλάζω.
Σημασιολογία
Γλυκοστάζω, τὸ ὁπ. βλ.: Ποίημ. Θυμᾶσαι; Ἡ νύχτα ἐγλυκοστάλαζε τὰ δάκρυά της μέσ’ ’ς τοὺς κρίνους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA