γλωσσίτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλωσσίτσι τό, Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθρ. Ὀθων. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσι.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ γλῶσσα, συνήθως ἡ γλῶσσα τῶν νηπίων. Συνών. βλ. εἰς λ. γλωσσάκι 1. 2) Ὁ ἰχθύς γλῶσσα εἰς μικρὰν εἰσέτι ἀνάπτυξιν. Συνών. γλωσσίτσα 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/