γλωσσιˬώτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσιˬώτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλωσσιˬώτικος ἐπίθ. ἀμαρτ. Οὐδ. γλωσσιˬώτικο Α. Μωραϊτίδ., Διηγ. 3.93.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τοπων. Γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬώτικος.

Σημασιολογία

Εἶδος οἴνου προερχομένου ἐκ τοῦ χωρίου Γλῶσσα τῆς Σκοπέλου: Ἔπερναν ἀπὸ τὸ σπίτι τὰ χρειαζούμενα, ἐγέμιζε καμμιˬὰ δαμιζάνα μαῦρο γλωσσιˬώτικο καὶ καμμιˬὰ χιλιˬάρικη μοσχᾶτο ἐντόπιο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/