γλυκόστομα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόστομα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκόστομα τό, Ν. Ἑστ. 18 (1935), 959.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. στόμα. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ γλυκεῖα φωνὴ, ἡ τερπνὴ καὶ εὐχάριστος ὁμιλία: Ποίημ. Κιˬ ὅσες φλογέρες ἄκουσα καὶ γλυκοστόματα ὅσα θὰ σὲ τυλίξουν γητευτὲς καὶ θὰ σὲ ταξιδέψουν. 2) Μετων., ὁ ἔχων γλυκεῖαν φωνὴν κτλ. Πβ. βρωμὸστομα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA