γλωσσοδέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοδέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσοδέρνω Ἤπ. Κέρκ. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. γλουσσουδέρνου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τοῦ ρ. δέρνω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ., 1) Δέρω, πλήττω διὰ τῆς γλώσσης Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλωσσοβολῶ 1. β) Κατηγορῶ, κακολογῶ, ὑβρίζω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κέρκ. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Μὴν τὸν γλωσσοδέρνῃς Λεξ. Δημητρ. Κάθε πρωΐ γλωσσοδέρνονται αὐτόθ. Συνών. ἀναγγέλλω 1β, ἀναπιˬάνω 9, γλωσσοβολῶ, γλωσσοτρώγω, κακογλωσσεύω, κακογλωσσῶ, κακολογῶ, καταλαλῶ, κατασέρνω, ξεσέρνω. Β) Ἀμτβ., φλυαρῶ, μικρολογῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἄκου την πῶς γλωσσοδέρνει!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/