αὐλογύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλογύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλογύρι τό, ἀμάρτ. αὐλοΰρ’ Πόντ. (Σταυρ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλόγυρος.
Σημασιολογία
Αὐλή: ᾎσμ. Ἀπόψι εἶδα ’ς σ’ ὄνειρο μ’ κιˬ ἀποπουρνοῦ ’ς σὰ ξύπν μ’, εἶδα καὶ τὴν τρυγόνα μου ’ς τὰ ξένα αὐλοΰρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA