γλωσσοδέτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσοδέτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιααστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλωσσοδέτης ὁ, σύνηθ. γλωσσοδέτ’ς Προπ. (Ἀρτάκ.) γλωσσοέτης Ρόδ. γλωσσοδέτα Τσακων. (Χαβουτσ.) γλουσσουδέτ’ς σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γωσσοδέτα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γουοσσοδέτα Τσακων. (Βὰτικ.) γλωσσοδέτι τό, Βιθυν (Κατιρ. κ.ἀ.) Χίος -Κορ., Ἄτακτ., 4,83 - Λεξ. Βάιγ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. - γλουσουδέτ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ δέτης. Ὁ οὐδ. τύπ. ἐκ τῆς αἰτ. τοῦ ἀρσ. Ὁ τύπ γλωσσοδέτι καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Δεσμός, παράλυσις ἢ ἄλλο τι πάθος τοῦ χαλινοῦ τῆς γλώσσης, ἕνεκα τοῦ ὁποίου δυσκολεύεται ἡ ἄρθρωσις, ἀγκυλόγλωσσον σύνηθ. καὶ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Τὸ μωρὸ ἔχει γλωσσοδέτη Βιθυν. (Κατιρ.) || Φρ. Ἔχει γλωσσοδέτη (εἶναι βραδύγλωσσος). β) Μετων., ὁ μὴ δυνάμενος ἢ μὴ τολμῶν νὰ ὁμιλήσῃ, ὡσεὶ πάσχων ἐκ γλωσσοδέτου σύνηθ.: Ἔχει γλωσσοδέτη (δὲν θέλει ἢ δὲν τολμᾷ νὰ ὁμιλήσῃ) σύνηθ. Ἔ’ γλουσσουδέτ’ (ταυτόσ.) Σάμ. Τὸν ἔπιˬασε γλωσσοδέτης - ἔπαθε γλωσσοδέτη (ταυτόσ.) σύνηθ. Μί ’πιˬασ’ ἕνας γλουσσουδέτ’ς κὶ δὲ μπουρῶ νὰ κρίνου (=μιλήσω) Στερελλ. (Κολάκ.) Αὐτὸς ἔχει γλωσσοδέτη καὶ δὲν ξέρει νὰ μιλῇ ’ς τὴν ὥραν Χίος. Βάνου γλουσσουδέτ’ (φιμῶ, ἀναγκάζω τινὰ νὰ σιωπήση) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἅμα εἶδι τοῦ φόβου, ἔβανι τοὺ γλουσσουδέτ’, δὲ gρέ’ πιˬὰ (=ἐσιώπησε) αὐτόθ. Ἔλυσε τὸ γλωσσοδέτη του ἢ λύθηκε ὁ γλωσσοδέτης του (ἔπαυσε νὰ σιωπᾷ, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ) σύνηθ. Συνών. φρ. λύθηκε ἡ γλῶσσα του Πβ. ἀρχ. φρ. «βοῦν ἐπὶ γλώσσης φέρει». Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀριστοτ. Ζ. ἱστορ. 1,11 (492b), 32) «γλῶττα... λελυμένη ἢ καταδεδεμένη, ὥσπερ τοῖς ψελλοῖς ἢ τοῖς τραυλοῖς» καὶ Θέογν., Ἐλεγ 1, 178 «πᾶς γὰρ ἀνὴρ πενίῃ δεδμημένος οὔτε τι εἰπεῖν | οὐθ’ ἕρξαι δύναται, γλῶσσα δὲ οἱ δέδεται». Συνών. ἀντίγλωσσο 2, γλωσσόδεμα. 2) Ὁ κάτωθι τῆς γλώσσης ὑμήν, ὁ συνδέων ταύτην μετὰ τοῦ στόματος, ὁ χαλινὸς τῆς γλώσσης πολλαχ.: Λύσιμο-κόψιμο τοῦ γλωσσοδέτη (ἐγχείρισις πρὸς θεραπείαν τοῦ γλωσσοδέτου, ὅταν οὗτος εἶναι βραχύτερος τοῦ δέοντος ἢ ὅταν λόγῳ τῶν συμφύσεων, ἐμποδίζονται αἱ φυσιολογικαὶ κινήσεις τῆς γλώσσης) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4.28. Ἔχει ἕνα γλωσσοδέτη ἀποὺ δὲν τήνε γνο͜ιάζει ἄνε φωνιˬάζῃ καὶ δέκα ὧρες Κρήτ. (Κατσιδ.) Ὅση ὥρα κιˬ ἄνε φωνιˬάσῃ, δὲν κουράζεται ὁ γλωσσοδέτης τση αὐτόθ. Πονῶ ὁ γλωσσοδέτα μ’ Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Τὸ καβγὶ ἔντα γωσσοδέτα, νὶ πᾶμ’ ’ς τὸ γιˬατρὲ νὶ κόψ’ (τὸ παιδὶ ἔχει γλωσσοδέτη, νὰ τὸ πᾶμε ’ς τὸ γιατρὸ νὰ τὸν κόψη) αὐτόθ. Κιˬ ὅσο ἔπινε, τόσο ἔπεφτε ἡ μεγάλη πόζα του καὶ λυότανε ὁ γλωσσοδέτης του Α. Τραυλαντ., Ἐξαδέλφ., 37. || Παροιμ. Ἡ γλῶσσα ἔχει καὶ γλωσσοδέτη (ὅτι καμμιὰ φορὰ πρέπει νὰ κρατᾶμε τὴ γλῶσσα μας, νὰ μὴν πολυλογοῦμε) Ν. Πολίτ., ἔνθ’ ἀν Συνών. ἀντίγλωσσο 1. 3) Λεκτικὴ παιδιὰ, συνισταμένη εἰς τὴν ταχεῖαν ἀπαγγελίαν δυσπροφέρτων λέξεων ἢ φράσεων Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Συνών. γλωσσολύτης, γλωσσοτσάκισμα, καθαρογλώσσημα, καθαρογλωσσίδι, μπερδεψογλωσσιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλωσσοδέτι Κρήτ. (Βιάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA