αὐλογύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλογύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐλογύριστος ἐπίθ. ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 3, 4.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *αὐλογυρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων αὐλόγυρον, ὁ περιβεβλημένος μὲ τοῖχον αὐλῆς: «Μετήρχετο τὸν ἀλευροπώλην ἐν τῷ χωρίῳ ὑπὸ τὸν μικρὸν αὐλογύριστον οἰκίσκον, τὴν πολύτιμον τῆς Θωμαῆς προῖκα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA