γλωσσόκομον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσόκομον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσόκομον τό, Λεξ. Πρω. γλωσσόκομο Κεφαλλ. - Ν. Πολίτ., Παροιμ., 4.55 - Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλωσσόκομον.
Σημασιολογία
1) Τὸ ταμεῖον Κεφαλλ. - Ν. Πολίτ., ἔνθ’ ἀν - Λεξ. Περίδ.: Φρ. Ἔχει τὸ γλωσσόκομο (δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ ταμεῖον εἰς τὸν οἶκον του) Κεφαλλ. - Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κατὰ παρανόησιν, ἐπὶ τῶν ἐχεμύθων, τῶν ὁποίων ἡ γλῶσσα εἶναι ὡς δεμένη Κεφαλλ. - Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν - Λεξ. Πρω.: Ἔχει τὸ γλωσσόκομο Λεξ. Πρω. Συνών. γλωσσόκομπος, κομπόδεμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA