αὐλοκάμαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλοκάμαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐλοκάμαρα ἡ, ΣΣκίπη Θέατρ. 55.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ κάμαρα.
Σημασιολογία
Αὐλὴ δωματίου: Ὁ καλόγερος ’ς τὴν πόρτα τῆς αὐλοκάμαρας . . . ἔστεκε παίζοντας ’ς τὰ κοκκαλιˬασμένα του δάχτυλα τὸ κομπολόι του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA