αὐλοκαύκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλοκαύκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλοκαύκι τό, Δ.Κρήτ. Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. αὐλὸς καὶ καυκί.
Σημασιολογία
Ὁ κατὰ τὴν διεύθυνσιν τοῦ μίσχου διχοτομημένος καρπὸς τῆς λαγυνοσχήμου κολοκύνθης χρησιμεύων ὡς ἄντλημα. Συνών. ἀγκλιˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA