γλυκοστομίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοστομίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοστομίζω Κεφαλλ. γλυκοστομίζ-ζω Εὔβ. (Κουρ.) γλυκοστομάου Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκόστομος.
Σημασιολογία
Γλυκαίνομαι γευόμενος κάτι, καὶ ὡς ἐκ τῆς γλυκύτητος τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασα ἐπιθυμῶ νὰ τὸ γευθῶ ἐκ νέου ἔνθ’ ἀν.: Γλυκοστόμισε τσαὶ ’ὲλ-λέει νὰ παρατήσῃ τὸ βυζ-ζὶ Εὔβ. (Κουρ.) Κράτε͜ιε τὴν προβάτα, γιιˬτὶ ἔχει γλυκοστομίσει καὶ θὰ κάμῃ κατὲ τὴλ-λιˬασταριˬὰ (κατὲ=κατά, πρός, λιˬασταρὰ=ἁλώνι διὰ τὴν ξήρανσιν τῶν σύκων) αὐτόθ. Συνών. γλυκαίνομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκαίνω 5, γλυκοσαλίζω Α2, λειξεύομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. λειξεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA