αὐλόπορε͜ια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλόπορε͜ια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλόπορε͜ια ἡ, ΧΧρηστοβασ. Διηγ. Θεσσαλ. 53.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ πορε͜ιά. Ὁ τοῦ τόνου ἀναβιβασμὸς κατὰ τὸ αὐλόθυρα, αὐλόμαντρα, αὐλόπορτα.

Σημασιολογία

Ὁ πρὸ τῆς οἰκίας τόπος ὁ ὁποῖος δύναται νὰ εἶναι αὐλὴ τῆς οἰκίας ἢ καὶ δίοδος μόνον: Τὰ σκυλλιˬὰ παραμόνευαν ’ς τὲς αὐλόπορε͜ιες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/