γλυκοσυνοδιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσυνοδιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλυκοσυνοδιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) γλυκοσυνογιˬὰ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) κ.ἀ. γλυκοσυνοϊὰ Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. συνοδία.
Σημασιολογία
Γλυκεῖα, τρυφερὰ σύντροφος ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. Ξύπνησε, περδικούλα μου καὶ γλυκοσυνογιˬά μου κιˬ ἀποὺ τὰ σύναθ-θά ’ρκομαι ν’ ἀκούσῃς τὴλ-λαλιˬά μου (σύναθ-θα=ἀνθισμένοι θάμνοι) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Θυμήσου με, ἀγάπη μου καὶ γλυκοσυνοδιˬὰ μου, δρόσισε τὴν καρδοῦλα μου καὶ δῶσ’ μου τὴν ὑγε͜ιά μου Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA