γλυκοσυντηρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσυντηρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσυντηρῶ Κρὴτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. συντηρῶ.
Σημασιολογία
Βλέπω, προσβλέπω, κοιτάζω μετὰ στοργῆς ἤ ἐπιθυμίας. Συνών. γλυκοκοιτάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA