γλυκοσυντυχαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοσυντυχαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοσυντυχαίνω Χηλ. γλυκοσυντυαίνω Κυπρ. (Πεδουλ.) γλυκοσυνταίνω Πόντ (Τραπ. Χαλδ.) γλυκοσυντυχάν-νω Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 2.98, 3.100
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. συντυχαίνω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ συντυχάνω.
Σημασιολογία
Ὁμιλῶ μὲ εὑπροσηγορίαν, μὲ μειλιχιότητα, γλυκομιλῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐδκιάλλαξεν τούν’ τὲς μερκὲς τ’ ἐγλυκοσύντυέν μου (ἐπῆγε πρὸς αὐτὰ τὰ μέρη καὶ μοῦ εγλυκομίλησεν) Κύπρ. (Πεδουλ.) Συνών. γλυκομιλῶ 1α, γλυκοσμπορίζω· || Παροιμ. Ὅσο πίν’ ἡ συμπεθέρα Ι τόσο γλυκοσυντυχαίνει (ἐπὶ τῶν ἀποκαλυπτόντων, ἐν καιρῷ τοῦ πίνειν, τὰς ἀδυναμίας των) Χηλ. β) Μεταφ. ὁμιλῶ τρυφερῶς, ἐρωτικῶς ἔνθ᾽ ἀν.: Πολλὰ ἐγλυκοσυντέσα μὲ ἕναν κορίτσ’ Πόντ. (Τραπ.) || Ποιήμ. Μ’ ἁντὰν νὰ πάω ἔσ-σω μου ταὶ νά ’ι ’ς τὰ καλά της ’ταὶ νὰ μοῦ κοντοσωρευτῇ, νὰ μοῦ γλυκοσυντύῃ ξηχάν-νω τὸν παππᾶ Γιωρκῆν ταὶ τὴν παππαδωσύνην ταὶ ’ποὺ ’ποζαύλιν ταὶ σταχτὸς γινίσκουμαι καμίνιν Δ. Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν., 2.98. Κάμνουσιν ταὶ τὴν γῆν πηγήν, σγο͜ιὰν γλυκοσυντυχάννουν ταὶ τεῖνες πκιˬὸν θαρρούσιμες, γιˬατὶ τοὺς ὁρκομών-νουν βάλ-λουσιν ’φτὶν ’ς τὰ ψεύτικα τὰ λόγιˬα ποὺ σκοτών-νουν ἔνθ’ ἀν., 3.100. Συνών. βλ. εἰς γλυκοσαλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA