αὐλόσκυλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλόσκυλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλόσκυλλο τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ σκυλλί.
Σημασιολογία
Ὁ κύων τῆς αὐλῆς, ὁ φύλαξ τῆς οἰκίας, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸν ποιμενικὸν κύνα μαντρόσκυλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA