αὐλότοιχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλότοιχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αὐλότοιχος ὁ, σύνηθ. αὐλότ’χους Λέσβ. (Πάμφιλ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν. Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. αὐλὴ καὶ τοῖχος.
Σημασιολογία
Ὁ περιβάλλων τὴν αὐλὴν τοῖχος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλὴ (Ι) 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA