γλωσσίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσίζω Θήρ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μῆλ. Πελοπν. (Μαραθ. κ.ἀ.) γλουσσίζου Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Δομοκ. Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Στενῆμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.

Σημασιολογία

1) Διἀ τῶν ἐμπροσθίων ἄκρων τῆς γλώσσης γεύομαι κάτι, δοκιμάζω τὴν γεῦσιν ἐδωδίμων Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Δομοκ. Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Στενῆμ.) Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μαραθ.) Σάμ.: Δὲν τοὺ γλώσσισα (δὲν τὸ ἐγεύθην) Φιλιππουπ. Δὲ γλώσσ’σα φέτου κρέας Δομοκ. Συνών. γεύω Α2, γλωσσεύω 1, γλωσσιˬάζω 1, δοκιμάζω. 2) Εἶμαι αὐθάδης, φέρομαι αὐθαδῶς Θῆρ. Κύθηρ. Μῆλ.: Μὴ γλωσσίζῃς Κύθηρ. Συνών. γλωσσεύω 2, γλωσσιˬάζω 3β. 3) Ἐπὶ τῶν φυτῶν τῶν δημητριακῶν, ἐκβάλλω τὸ πρῶτον φύλλον, τὸ ὁποῖον ὁμοιάζει πρὸς μικρὰν γλῶσσαν Ἰκαρ (Εὔδηλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/