γλωσσίκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίκα

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλωσσίκα ἡ, Πόντ (Ὄφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίκα. Πβ. βαρελίκα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ γλῶσσα, ἡ γλῶσσα τῶν νηπίων ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ μωρί’ ἡ γλωσσίκα. Τὸ μωρὸ ἐγβάλλ’ τὴ γλωσσίκα ’θε. Συνών. γλωσσάκι 1, γλωσσαράκι, γλωσσίδα 1, γλωσσίδι 1, γλωσσίτσα, γλωσσίτσι, γλωσσόπουλος, γλωσσούλα 2) Εἶδος φυτοῦ, πιθαν. τὸ Ἀρνόγλωσσον τὸ μεῖζον (Plantago major) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀρνογλωσσιδῶν (Plantaginaceae). Συνών. ἀρνόγλωσσο, γλωσσίτα, πεντάνευρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/