γλωσσίτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλωσσίτα ἡ, Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ίτα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Ἀνθ. Παπαδοπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 131.

Σημασιολογία

) Ἡ ἐπιγλωττὶς Πόντ. 2) Εἶδος φυτοῦ, πιθαν. τὸ Ἀρνόγλωσσον τὸ μεῖζον (Plantago major) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀρνογλωσσιδῶν (Plantaginaceae). Συνών. βλ. εἰς λ. γλωσσίκα 2. 2) Πλέγμα τοῦ περὶ τὴν πτέρναν τμήματος τοῦ περιποδίου, τὸ ὁποῖον ἔχει σχῆμα γλώσσης Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/