γλωσσίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλωσσίτης ὁ, Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλουσσίτ’ς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1) Γλωσσαλγία Λεξ. Πρω Δημητρ.: Τὸν ἔπιˬασε γλωσσίτης Λεξ. Δημητρ. 2) Ἀκράτεια γλώσσης, ἀκριτομυθία, φλυαρία, τῆς σημασίας προελθούσης ἐκ τῆς δοξασίας ὅτι ἡ γλωσσαλγία προκαλεῖ ἀκράτειαν τῆς γλώσσης Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Ἔ’ κιˬ αὐτὸς τοὺ γλουσσίτ’ (εἶναι ἀκριτόμυθος, φλύαρος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/