γλυκοταράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοταράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοταράζω (Ι) Κ. Παλαμ., Ὕμν. Ἀθην., 97.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ταράζω.
Σημασιολογία
Διαταράσσω κατὰ τρόπον ἤπιον καὶ ἁπαλόν: Ποίημ. Ἄλλη ἀκριβώτερη μὲ πιˬὸ σοφὰ στολίδια, καὶ κύκνος γλυκοτάραζε τῆς λίμνης τὰ νερά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA