ἀπόδειπνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδειπνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόδειπνο τό, σύνηθ. ἀπόδειπνε Τσακων. ἀπόδειπνου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ᾽πόδειπνο Ἄθ. ἀπόδειπνος ὁ, Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. (Νουμᾶς 16 <1919> 353) ἀποδείπνι Ἤπ. Κρήτ ἀπουδείπν’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπόδειπνον.

Σημασιολογία

1) Ὡς ἐκκλησιαστικὸς ὅρ. ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἢ πρὸ τοῦ ὕπνου ἀναγινωσκομένη προσευχή, ἀπόδειπνον (μέγα καὶ μικρὸν) σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Τσακων.: Διαβάζει τὸ ἀπόδειπνο. Θὰ πά’ ν᾽ ἀκούσωμε τὸ ἀπόδειπνο σύνηθ. Μετὰ τὸ δεῖπνο εἶχε τὴ συνήθε͜ια νὰ διˬαβάζῃ τὸν ἀπόδειπνο (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.) 2) Ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον χρόνος Ἄθ. Ἤπ. Κρήτ.: Θά ’ρθω ’ς τὸ σπίτι σας τ᾽ ἀποδείπνι Ἤπ. Τ᾿ ἀποδείπνι θενά ’ρθω ν’ ἀποσπερίσουμε Κρήτ. β) Ἑσπερὶς μετὰ τὸ δεῖπνον Κρήτ.: Ἐκάμαμεν ἀποδείπνι. γ) Ἡ δευτέρα ὥρα μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου Μακεδ.: Λά’σαν τ’ ἀπουδείπν’ οἱ πιτ’νοί. 3) Τὸ ἑσπερινὸν φαγητόν, τὸ δεῖπνον Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): ᾎσμ. Ἀρρέβαρε τὸ γιˬόμα μου κ’ ἦρθε τὸ δειλινό μου καὶ ἄ μοῦ μείνῃ τίποτα, νά ’ναι τ᾿ ἀπόδειπνό μου. Συνών. δεῖπνο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/