ἀποδειπνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδειπνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδειπνῶ Ἄνδρ. Θἠρ. Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ. ’ποδειπνίζω Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποδειπνῶ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ δεῖπνόν μου ἔνθ’ ἀν. κ.ἀ.: Ὄ,τι ἀποδειπνήσαμε, ἧρθε ὁ πατέρας Ἄνδρ. Ἀκόμη ἔν ἠποδείπνησε Σίφν. Μός θὰ ’ποδειπνήσετε, νά ᾽ρθῆτε dελόγο νὰ σᾶσε πῶ Σητ. || Παροιμ. Ἐγόγιˬα dου π’ ἀνημένει σκουτελλικὸ ἀπὸ τὴ γειτονιˬὰ καὶ δεῖπνο ἀπὸ τὴ ροῦγα. Οὕλοι δειπνοῦν κιˬ ἀποδειπνοῦν κ’ ἐκεῖνος ἀνημένει (ἐπὶ ὀκνηροῦ καὶ φυγοπόνου. Ἐγόγιˬα=ἀλλοίμονον) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA