γλωσσάκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσάκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλωσσάκα ἡ, Πόντ. (Ἀμισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκα.

Σημασιολογία

Πιθαν. ὁ ἰχθὺς Γλῶσσα ἡ κοινὴ (Solea vulgaris) τῆς οἰκογ. τῶν Πλευρονηκτιδῶν (Pleuronectidae), ὁ βούγλωσσος τῶν ἀρχαίων. Συνών. βλ. εἰς λ. γλῶσσα 9.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/