γλωσσάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλωσσάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλωσσάκι τό, σὺνηθ. γλουσσά’ Θεσσ. (Δομοκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ γλῶσσα σύνηθ.: Ἄνοιξε τὸ στόμα του κ’ εἶδα τὸ γλωσσάκι του Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. γλωσσαράκι, γλωσσίδα 1, γλωσσίδι 1, γλωσσίτσα 1, γλωσσίτσι 1, γλωσσόπουλο 1, γλωσσούλα. 2) Ἡ σταφυλὴ τῆς στοματικῆς κοιλότητος Ἰων. (Καραμπ. κ.ἀ.) 3) Ὁ ἰχθὺς γλῶσσα εἰς μικράν ἀνάπτυξιν Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Νάξ. Παξ.: Δὲν ἔπιˬακες οὔτε ἕνα γλωσσάκι γιˬὰ φαΐ. Ἐρεικ. Συνών. γλωσσῖνα, ἀντίθ. γλωσσάρα 3. 4) φυτὸν Σεραπιὰς ἡ γλῶσσα (Serapias lingua) τῆς οἰκογ. τῶν Ὀρχιδιδῶν (Orchidaceae) Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ. ὀνομ. φυτ., 89. Συνών. γλωσσάρι 2, σερνικοβότανο, σερνικοχορτο. 5) Τὸ πλῆκτρον κώδωνος Δ. Βουτυρ., Τριανταδ. διηγ., 106: Κάπο͜ιο ἀπὸ τὰ μεγάλα παιδιˬὰ ’πάνω ’ς τὴν ἕδρα κρατοῦσε τὸ γλωσσάκι τοῦ κουδουνιˬοῦ καὶ τὸ χτυποῦσε ρυθμικά Συνών. γλῶσσα 8γ, γλωσσίδα 2, γλωσσίδι 3β. 6) Συνήθ. κατά πληθ., γλωσσοειδῆ ποικίλματα εἰς τὰ ἄκρα γυναικείων φορεμάτων Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Συνών. γλῶσσα καπέτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA