γλωσσαράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσαράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλωσσαράκι τό, πολλαχ. γλωσσαράι Κρήτ. (Ἐπάνω Χωρ. Πεδιάδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλωσσάρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Γλωσσάκι 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ὤ, ἀνάθεμά το τὸ γλωσσαράι τζης! Ἤφαγέ μου τ’ ἀφιˬὰ (ἐπὶ φωνασκοῦντος καὶ πολυλόγου ἀτόμου) Ἐπάνω χωρ. || ᾌσμ. Τὸ πρῶτο τζη σκουτελικὸ ἦταν τὸ τζιgεράι, τὸ δεύτερο σκουτελικὸ ἦταν τὸ γλωσσαράι Πεδιάδ. Πρώτη bουκιˬὰ ποὺ τσίτωσε ἦτονε ἀπὸ σκωτάι κ’ ἡ παραδευτερώτερη ἦτο τὸ γλωσσαράι (τσίτωσε=κάρφωσε μὲ τὸ πιροὺνι) Κρήτ. Τὸ γλωσσαράι μίλησε μέσα ἀποὺ τὸ πιάτο αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/