ἀπόδεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόδεμα τό, Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) ἀπόδιμα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Καταφύγ. κ.ἀ.) ἀμπόδεμα Ζάκ. Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ.) κ.ἀ. ἀbόδεμα Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) ἀμπόδιμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀbόδιμα Σάμ. ’μπόδεμα Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Ἀργολ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδένω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀμποδένω, ὅθεν τὸ ἀμπόδεμα.

Σημασιολογία

Μαγικὴ πρᾶξις διὰ τῆς ὁποίας, ὡς πιστεύει ὁ λαός καθίσταται ἀδύνατος ἡ συνεύρεσις τῶν νεονύμφων ἣ καθίσταται οἱοσδήποτε ἀνὴρ ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν, εἶδος καταδέσμου, ὀρχιπέδη ἔνθ’ ἀν.: Μὴ γελᾷς μὲ τ᾿ ἀμπόδεμα, δὲν εἶναι ἀστεῖο! Καλάβρυτ. Τοῦ ’χουν κάνει ’μπόδεμα Ἀργολ. Ἔφκε͜ιασαν ἀπόδιμα Μακεδ. Συνών. ἀπόδεσι, ἀποδέσιμο, δέμα, δέσιμο, ἀντίθ. ξαπόδεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/