γλωσσάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλωσσάρι τό, Πελοπν. (Φιγάλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. Δ. Καββάδ., Βοταν. φυτολ. λεξ. 8,3595.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐσωτερικὸν αἰωροὺμενον μεταλλικὸν ἐξάρτημα κώδωνος ἢ ἐκκλησιαστικοῦ σημάντρου Πελοπν. (Φιγάλ.) 2) Τὸ φυτὸν Σεραπιάς ἡ γλῶσσα (Serapias lingua) τῆς οἰκογ. τῶν Ὀρχιδιδῶν (Orchidaceae) Δ. Καββάδ., ἔνθ᾽ άν. Συνών. γλωσσάκι 4, σερνικοβότανο, σερνικόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/