γλυκοτηρῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοτηρῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοτηρῶ ἑνιαχ. γλυκοτερῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γλυκουτηρῶ Μακεδ. (Πεντάλοφ.) γλυκοτηράω Ι. Βὴλαρ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 37 γλυκοτηράζω Λεξ. Δημητρ. Μέσ. γλυκοτηρε͜ιέμαι Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ., 1.202.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκᾶ καὶ τοῦ ρ. τηρῶ, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τηράζω.

Σημασιολογία

Κοιτάζω περιπαθῶς καὶ μετὰ στοργῆς, ἤ ρίπτω βλέμματα ἐρωτικά, κάνω τὰ γλυκὰ μάτιˬα ἔνθ’ ἀν.: Ἐγλυκοτέρεσέ με ἀπέσ’ ’ς σ’ ὀμμάτ Πόντ. (Τραπ.) || Ποιήμ. Λυγερὲς καὶ παλληκάριˬα σε͜ιοῦνται καὶ λυγοῦν καὶ στοὺς κύκλους ὅπου πλέκουν, ἀγναντεύονται καὶ κρυφὰ γλυκοτηρε͜ιοῦνται καὶ γνωρίζονται Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ γλυκυτάτη ἄνοιξη | μὲ τ’ ἄνθη στολισμένη ροδοστεφανωμένη | τὴ γῆ γλυκοτηράει Ι. Βὴλαρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γλυκοκοιτάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/