γλωσσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσιˬάζω

Τυπολογία

γλωσσιˬάζω Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Κοντογόν. Παιδεμέν. Πυλ. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.)-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλοπαιδ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γλουσσιˬάζου Α. Ρουμελ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ψαχν.) Ἤπ. (Ἀγναντ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μοσχᾶτ. κ.ἀ) Θρᾴκ (Αἶν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) γλωσσάζω Ἰθάκ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κλειτορ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) γλουσσάζου Σάμ. γλουάζου Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. κ.ἀ.) γλωιˬάζου Πελοπν. (Μάν.) γλωσσάου Εὔβ. (Βρύσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλῶσσα. Τὸ γλωσσάζω δι’ ἀπώλειαν ούρανώσεως. Πβ. γρόσιˬα-γρόσα, κρασιˬὰ-κρασὰ κ.τ.τ.

Σημασιολογία

1) Διὰ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης γεύομαί τι πρὸς δοκιμήν, λαμβάνω πρὸς βρῶσιν ἢ πόσιν ἐλαχίστην ποσότητα Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ. Βρύσ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Ἰωανν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Κακοπλεύρ. Μοσχᾶτ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδρίτσ. Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κλειτορ. Κόκκιν. Μάν. Παιδεμέν. Παππούλ. Πυλ. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δὲν τοῦ γλουσσιˬάζου τοὺ κρασί, γιˬατ’ εἶι πικρὸ Αἰτωλ. Δὲν ἄφηκε καὶ μᾶς νὰ τὸ γλωσσάσουμε τὸ γιˬαχνὶ λιγούλι Παιδεμέν. Δὲν τὸ γλώσσαξε καθόλου τὸ φαΐ, γιˬατὶ τοῦ φάνηκε πὼς ἔε͜ιχε πολὺ ἁλάτι Γαργαλ. Τοῦτ’ τοὺ πιδὶ νὰ μὴ γλουσσάζ’ τοὺ κρέας! Ψαχν. Οὔτι κριˬὰς οὔτι τυρὶ οὔτι γάλα γλουσσιˬάζ’ Ἄκρ. Εὐτοῦνες τ᾿ς πέτουλες δὲ μπορῶ νὰ τὶς γλωσσιˬάσω (πέτουλες=τηγανίτες) Χατζ. || Φρ. Δὲν τοὺ γλωσσιˬάζ’ν οὔδι τὰ σ’λλιˬὰ (ἐπὶ τροφίμου σκληροῦ ἢ ἄλλως ἀκαταλλήλου πρὸς βρῶσιν, καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγου τραχέος καὶ ὑβριστικοῦ) Ζαγόρ. β) Καὶ τριτοπροσώπως, τρώγεται, εἶναι ἐδώδιμος, βρώσιμος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ κρέας δὲ γλωσσιˬάζεται ἀπὸ τὴν ἁρμύρα Κόκκιν. Πυλ. Τοὺ ψουμὶ δὲ γλουσσιˬάζιτι, γιατ’ εἶνι πικρὸ Αἰτωλ. Εἶναι πολὺ καυτὸ τὸ φαΐ καὶ δὲ γλωσσιˬάζεται Λεξ. Δημητρ. Δὲ γλωιˬάζεται τὸ φαΐ (εἶναι ἀηδιαστικὸν εἰς τὴν γεῦσιν) Μάν. 2) Βόσκω, νέμομαι, ἐπὶ βοσκημάτων Πελοπν. (Κοντογόν. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.) Λεξ. Δημητρ.: Τὸ λιˬαροτρίφυλλο δὲν τὸ γλώσσιˬασε κανένα πρόβατο (λιˬαροτρίφυλλο=εἶδος χνουδωτοῦ τριφύλλιοῦ) Κοντογόν. Τὸ γιˬόμα δὲ γλωσσιˬάζουν τὰ πρόβατα τὸ γρασίδι Τριφυλ. Οἱ γίδες γλωσσιˬάζουνε ’ς τὰ θερισμένα Λεξ. Δημητρ. 3) Κακολογῶ Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. β) Αὐθαδιάζω διὰ λόγων Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τί γλωσσιˬάζεις τόσην ὥρα; Συνών. γλωσσεύω 3, γλωσσίζω 2, κακολογῶ, κακοκρένω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/