αὐρινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐρινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐρινὸς ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ (Ὄφ.) αὐρ’νὸς Θρᾴκ. Σάμ. σαυρινὸς Καππ. (Σίλ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. αὐρινός. Ὁ τύπ. σαυρινὸς ἴσως κατὰ τὸ σημερινός.

Σημασιολογία

1) Αὐριανὸς 1, ὃ ἰδ., πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.): Ποίημ. Θέ μου, ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐρινὴ τὴ μέρα, θὰ μᾶς θυμᾶτ’ ἡ Ἀρβανιτιˬὰ καὶ θὰ τήν τρώ’ ἡ ζήλ͜εια ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 183. 2) Θηλ. οὐσ., αὐριανὸς 2, ὃ ἰδ., Καππ. (Σίλ.) Πελοπν. (Καλάμ.): Σαυρινὴ βράδυ (αὔριον τὸ βράδυ) Σίλ. Καλὴ νύχτα, καλὴ αὐρινὴ (ἀποχαιρετισμὸς) Καλάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/