αὔριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὔριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
αὔριο ἐπίρρ. αὔριον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) αὔριο κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) αὔριον βόρ. ἰδιώμ. αὔριˬο πολλαχ. αὔριˬου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. αὔρζο Σκῦρ. αὔρτζο Νίσυρ. αὔρgιˬον Ρόδ. αὔρgιˬο Ρόδ. αὔριγιˬο πολλαχ. αὔριγιˬου Ἤπ. Θάσ. Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. αὔεργιˬο Χίος αὔιρζο Κάλυμν. αὔιρτζο Ἀστυπ. ἄριˬον Μεγίστ. ἄριˬο Μεγίστ. ἄρκον Κύπρ. αὔκον Κύπρ. αὔρι Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) αὔριι Καππ. (Σίλ.) αὔριν Πόντ. αὔρου Θεσσ. Μακεδ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. αὔριον. Ἐκ τῆς συναλοιφῆς τοῦ ριο προέκυψαν οἱ εἰς –ζο, -τζο καὶ -gιˬο τύπ. κατὰ τοὺς νόμους τῶν ἑκασταχοῦ ἰδιωμάτων. Εἰς τοὺς κατὰ συναλοιφὴν τύπ. ἐμφανίζεται τὸ ι μετὰ τὸ ρ ἢ πρὸ αὐτοῦ ὡς συνοδίτης φθόγγος διὰ τὴν συνεκφορὰν πολλῶν συμφώνων ἢ ὡς μετάθεσις: αὔριγιˬο- *αὔιργιˬο-αὔεργιˬο. Εἰς τὸν τύπ. αὔεργιˬο τὸ ερ ἔχει πρὸς τὸ ιρ καθὰ εἰς τὸν τύπ. μερὶ παρὰ τὸ μηρί, κερὶ παρὰ τὸ κηρὶ κττ. Οἱ τύπ. ἄρκον καὶ αὔκον προῆλθον ἐκ τοῦ τύπ. αὔρκον (ἄβρκον) κατ᾽ ἀποβολὴν τῶν συμφώνων β καὶ ρ. Διὰ τοὺς τύπους αὔριν καὶ αὔρι πβ. «τὴν ἐφαύριν» ἐν παπύρῳ τοῦ 1ου π. Χ. αἰῶνος. Ἰδ. ΣΚαψωμέν. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθηνῶν 1 (1939) 60.
Σημασιολογία
1) Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, τὴν ἐπιοῦσαν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Αὔριο πρωὶ-μεσημέρι-βράδυ κττ. Αὔριο ξημερώνει Κυριακὴ-Δευτέρα κττ. Σήμερα εἶμ᾽ ἐδῶ κι αὔριο φεύγω κοιν. || Φρ. Σήμερα εἴμαστε κιˬ αὔριο ὄχι (ἐπὶ τοῦ ἀδήλου θανάτου ἢ τῆς βραχύτητος τῆς ζωῆς). Μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ τὸ αὔριο (δι᾿ ἀλλεπαλλήλων ἀναβολῶν) κοιν. Καὶ αὔριο μέρα εἶναι (δικαιολογία διὰ τὴν ἀναβολήν τινος εἰς τὴν αὔριον). Καλὸ αὔριο (ἐπὶ ματαίας ἀναμονῆς). Καλὴ μέρα γιˬ᾿ αὔριο (ἀπάντησις εἰς τὸν λέγοντα ἀνόητα ἢ ἀπαράδεκτα) πολλαχ. Αὔριο τὴν ἄλλη μέρα (μεθαύριο) Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. Καλὸν αὔριο! (εὐχή, ὅταν ἡ ἑπομένη ἑορτάζεται καὶ εἰρωνικῶς ἐπὶ ματαίας ἀναμονῆς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. Συνών. ταχεˬά. β) Εἰρωνικῶς ἀντὶ τοῦ ποτὲ ἢ ὄχι πολλαχ.: Θὰ μοῦ δώσῃς χρήματα; -Αὔριο! πολλαχ. Δῶσ’ μου ταὶ μέναν λ-λία μῆλα! -Ἄρκον! Κύπρ. 2) Εἰς τὸ μέλλον τὸ ἐγγὺς ἢ τὸ ἀπώτερον κοιν.: Αὔριο ποῦ θὰ γίνῃς ἄντρας κάνε ὅ,τι θέλεις κοιν. || Φρ. Σήμερο αὔριο (μετ᾿ ὀλίγον, λίαν προσεχῶς). Αὔριο μεθαύριο (συνών. τῇ προηγουμένη) κοιν. Αὔριˬου μιθαύριˬου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Αὔρι τ’ ἄλλο τὴν ἡμέρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πόντ. (Τραπ.) || Παροιμ. φρ. Αὔριο ἔχει ὁ Θεὸς (ὅταν ἀποποιῆταί τις τὰς περὶ τοῦ μέλλοντος μερίμνας). Αὔριο τὰ λέμε (ἀπειλὴ προσεχοῦς ἀλλαγῆς τῶν πραγμάτων καὶ ἀντιστροφῆς τῶν ὅρων τῆς παρούσης καταστάσεως) κοιν. Αὔριο κλαίνε (συγκεκαλυμμένη ἀπειλὴ μελλούσης τιμωρίας) πολλαχ. Παροιμ. Αὔριο λούζουν τὸ γαμπρὸ καὶ τραγουδοῦν τὴ νύφη (ἐπὶ προαγγελίας μεγίστων δεινῶν) Πελοπν. (Κυνουρ.) ‖ ᾌσμ. Ἄς χορέψῃ τσ᾿ ἂς χαρῇ | τώρα ποῦ ᾽ναι νεˬὸ παιδὶ τσ᾿ ἄριˬον ποῦ θὰ παντρευτῇ | γιˬ’ ἀλεύρι θὰ συλλοϊστῇ Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA