γλύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλύω Α. Ρουμελ Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ. Πάργ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Καρατζάκ. Σωζόπ.) Κρήτ. Λευκ. Παξ. Πόντ. (Ἰνέπ. Τραπ. κ.ἀ.) - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2.187 γλύνω πολλαχ. γλύου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γλυˬῶ Ἤπ. Θρᾴκ. (Γέν. Μέτρ. Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Ἰκαρ. Χάλκ. - Κορ., Ἀνεκδ. λεξιλ. σημ., 17 Ν. Πετμεζ., Ἡμερολ. Ὁδοιπ. Συνδ., Α, 130 - Λεξ. Βάιγ Δημητρ. γλυˬώνω Πόντ. (Οἰν.) γλυˬάου Ἤπ. ἐγλύζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γλύζω Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγλύζω Πόντ. ἀγκλύζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Χαλδ.)-Δ. Οἰκονομίδ., Γραμματ., 293 γλύνω Ἰκαρ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλύν-νω Πόντ. γ΄ πληθ. γλοῦν Θρᾴκ. (Περίστ.) Μέσ. γλύομαι ἐνιαχ. γλύσκομαι Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ.) γλύσκουμαι Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γλύουμαι (Ὄφ. Τραπ.) γλύγουμαι Πόντ. (Τραπ.) χλυˬῶμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ ρ. ἐγλύω, παρὰ τὸ ὁπ'. καὶ γλύω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἐκλύω. Ἰδ. Συναξ. εὐγεν. γυναικῶν, στ. 43 (ἔκδ. Κ. Κrumbacher, σ. 376) «καὶ εἰς τοῦ διαβόλου τὸν δεσμὸν καμμία νὰ μὴ τὸν γλύσῃ». Ὁ τύπ. ἀγκλύζω ἐκ συμφυρμοῦ τῶν ἀναλύζω καὶ ἐγκλύζω. Ὁ τύπ. γλυῶ καὶ εἰς Γερμ. Σομ.
Σημασιολογία
1) Μετβ καὶ ἀμτβ., σώζω, λυτρώνω, λυτροῦμαι Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Λάκκα Σούλ. Πάργ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. Λευκ. Παξ. κ.ἀ. Ὁ Θεὸς νὰ γλύσῃ! Παξ. Νὰ σὲ γλύσῃ ὁ Θεὸς Θεσσ. Γλῦσι μι, Θιˬέ μ᾽ Πλατανοῦσ. Γλῦσι, Χριστὲ κὶ Παναιˬὰ Ἤπ. Θέ μ’, πάρι μι νὰ γλύσου Ἰωάνν. Οὑ Θιˬὸς νὰ γλύσῃ ἀποὺ καμμιˬὰ φουτιˬὰ τώρα τοὺ καλοκαίρ’ Κουκούλ. || Φρ.: Εἶναι, Κύριε, γλῦσε! (ἐπὶ σφοδρῶς ὀργιζομένου καὶ ἐπικινδύνου) Ἤπ. || Γνωμ. Ἀπ’ Αὐγούστου κάπα κιˬ ἀπὸ Μαρτιˬοῦ ποκάμισο νὰ γλύσῃς (περὶ τῆς ἐπικρατούσης κατὰ τοὺς μῆνας τούτους καιρικῆς καταστάσεως) Ἤπ. || ᾌσμ. Ἀφέντη μ’, ἅι-Γιˬώργη μου, γλῦσε μ᾽ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, νὰ φέρω λίτρες τὸ κερὶ καὶ λίτρες τὸ λιβάνι Ἤπ. Θὰ πάω νὰ φαρμακωθῶ, νὰ γλύσω ἀπ’ τὸ σεβντᾶ σου, νὰ γλύσω ἀπὸ τὰ νάζιˬα σου κι ἀπ’ τὰ καμώματά σου Ἰωάνν. ’Σ τοὺ Πάπιγκου ’ς τοὺ μαχαλᾶ εἶι μιˬὰ κρύα βρύση, πο͜ιός ἔχει ντέρτι ’ς τὴν καρδιˬά, νὰ πάῃ νὰ πιˬῇ νὰ γλύσῃ Θεσπρωτ. Τρεῖς Τοῦρκοι τὴν ἐσταύρωσαν καὶ θέλουν νὰ τὴν πιˬάσουν. -Γυναῖκα, ρῖξε τ᾿ ἅρματα νὰ γλύσῃς τὴ ζωή σου Ἤπ. Ἐσὺ μὲ καῖς μὲ τὸ σεβντᾶ καὶ δύσκολα θὰ γλύσω αὐτόθ. Γιˬὰ δώσ’τε, Τοῦρκοι, τ’ ἄρματα νὰ γλύσουν τὰ παιδιˬά σας αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. πβ. Γαδάρ. διήγ., στ. 539-40 (ἔκδ. Wagner, σ. 140) «τὸ ὄνομα ἐκέρδισες αὐτὸ μὲ πονηρία,| καὶ τὴν ζωήν σου ἔγλυσες ἀπ’ αὔτα τὰ θηρία» καὶ Χρον. Μορ., στ. 3785 Ρ (ἔκδ. Schmitt) «σκόπησε μετὰ συμβουλὴν νὰ φύγης νὰ ἐγλύσῃς». Συνών. βλ. εἰς λ. γλυτώνω 1. 2) Ἐκτυλίσσω τὸ νῆμα ἐκ τῆς ἀτράκτου ἢ ἄλλου τινὸς ἐργαλείου καὶ τυλίσσω τοῦτο εἰς τὸ τυλιγάδι, ἀναπηνίζω Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Γέν. Καρατζάκ. Μέτρ. Περίστασ. Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔγλυσε ἡ bάbω ἕν’ ἀδράχτι νῆμα Τσακίλ. Γλυˬῶ-ξεγλυˬῶ τὸ νῆμα μ’ Σαρεκκλ Δὲ γλυˬέται τὸ μετάξι (δὲν ἐκτυλίσσεται εὐκόλως) αὐτόθ. Ἔγλυσα τὸ ράμμα Ὄφ. Ἔγλυσον τὸ νῆμαν Τραπ. || Φρ. Ἔγλυ’ καὶ κουβάριˬασε (ξετύλιγε καὶ κουβάριαζε. ἐπὶ ἀπορίας περὶ τοῦ πρακτέου) Οἰν. || Παροιμ. Γιˬὰ τ᾿ ἐμὲν ᾿ς σὴν Πόλην κάμουν | καὶ ’ς σὸ Γαλατᾶν ἐγλύζουν (κάμουν=νήθουν˙ εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἀέργου) Χαλδ. 3) Διαλύω εἰς τὸ ὕδωρ πηκτόν τι ἢ ἄλλως ρευστοποιῶ, συνήθως ἐπὶ τροφῶν ἢ σάπωνος, σπανίως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Γλύνω τὸ ὑλιστὸν (= διυλισμένον γιαούρτι) Πόντ. Γλύνω τ’ ὀξύγαλαν (= τὸ γιαούρτι σακκούλας) Ἀμισ. Χαλδ. Ἄγκλυσον τ’ ὀξύγαλαν Χαλδ. Ἀγκλύζω τ’ ὠβγὰ (κτυπῶ τ’ ἀβγὰ) Κερασ. Ἔγλυσα τὸ σαπών’ Τραπ. Ἔγλυσες κ’ ἐχάσες τὸ σαπών’ (διάλυσες κ’ ἐσπατάλησες ἄσκοπα τὸ σαποῦνι) αὐτόθ. Συνών. γλυνίζω, γλυˬώνω. 4) Συνθλίβω τι διὰ συμπιέσεως Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Γλύνω τ’ ἀπίδ’ ἀπέσ’ ’ς σὸ έρι μ᾿ (ἀπέσ’ ᾿ς σὸ έρι μ᾿=μέσα εἰς τὸ χέρι μου) Τραπ. Χαλδ. Ἐπάτεσεν κ᾿ ἔγλυσεν ἕναν πεντικὸν - ἕναν σκωλέκ’ κ.τ.τ. (ἐπάτησε καὶ ἕλειωσε ἕνα ποντικόν, ἕνα σκουλήκι κ.τ.τ.) Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. Ἔγλυσα τὸ κρομμύδ’ Ὄφ. Ἐρροῦξεν ἕναν τρανὸν λιθάρ’ κ᾽ ἔγλυσεν τὸ ποδάρι μ᾽ (ἔπεσε μία μεγάλη πέτρα καὶ συνέθλιψε τὸ πόδι μου) Χαλδ. Νὰ γλύνω τὸ κεφάλι σ᾿ (νὰ= θά. ἀπειλὴ) Ὄφ. Ἔγλύστα ἀπισκέσ’ ’ς σ᾽ ἀθρώπ’ς (συνεπιέσθην, συνεθλίβην μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων) Τραπ. Ἐγλύστεν τὸ έρι μ᾽ ἀνάμεσα ’ς σὴν πόρταν Πόντ. Ὁ ψῦχον ἔγλυσεν τὰ στούδ μ’ (ὁ ἑλώδης πυρετὸς μοῦ συνέτριψε τὰ κόκκαλα) αὐτόθ. Ἐγλύσταν τὰ δάχτυλα μ’ ἀνάμεσα ’ς σὴν πόρταν Ἴμερ. || Φρ. Μερμήκαν ’κὶ γλύν’ (δὲν λειώνει μυρμήγκι. ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὐδένα βλάπτοντος) Τραπ. Μερμήκαν γλύν’ (λειώνει τὸ μυρμήγκι. εἰρων. ἐπὶ τοῦ καυχωμένου διὰ σωματικὴν ἰσχὺν) αὐτόθ. || Ἕναν ὁλόεν ραὶν ἔρθεν κ᾽ ἕναν ὠβὸν ἔγλυσεν (ἦλθε ἕνα ὁλόκληρο βουνὸ καὶ ἔλειωσε ἕνα ἀβγό. ἐπὶ ἰσχυροῦ ἐκδικουμένου ἀνάνδρως τὸν παντελῶς ἀνίσχυρον) Σάντ. Χαλδ. || ᾎσμ. Κλίκεται κά’ νὰ προσκυνᾷ τ’ Ἀκρίτα τὴν καρδίαν. Ἀτὸς τὴν κόρην ἔγλυσεν, τήν θαυμαστὴν τὴν κόρην Κερασ. Συνών. λε͜ιώνω. β) Δέρω κτυπῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀτώρα ἔρχουμαι γλύνω σε (ἀπειλὴ) Τραπ. 5) Καταπονῶ τινα εἰς βαθμὸν ὑπερβολικὸν Πόντ. (Χαλδ): Ἀτὸ ἡ δουλεία ἔγλυσέ με. Ἐγλύστα ἀσ’ σὰ πολλὰ τὰ δουλείας. β) Ἀμτβ τρέχω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ εὐχαρίστησιν, παίζω, διασκεδάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Καλωσύνη ’ναι καὶ χλυˬῶdαι τὰ παιδιˬά. || ᾎσμ; Ὅdεν ἐχλυˬοῦ κ᾽ ἐχόρευγες τὸ bρωτοούλη μῆνα, ἄμε καὶ τώρα χόρευγε νὰ σοῦ περνᾷ ἡ πεῖνα (διὰ τὸν τέττιγα) Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA