ἀποδιˬάβα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬάβα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποδιˬάβα ἡ, ἀμαρτ ’πιδάβα Πόντ. ’πιδέβα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’ποδκιˬάβα τό, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαβαίνω. Τὸ οὐδ. ἀναλογικ. πρὸς τὸ ἁπλοῦν διˬάβα.

Σημασιολογία

1) Παρέλευσις γεγονότος τινός, οἷον ἑορτῆς κττ. Κύπρ.: ’Σ τὸ ’ποδκιˬάβα τοῦ παναϋρκοῦ (μετὰ τὴν παρέλευσιν τῆς πανηγύρεως). β) Ἀπομάκρυνσις καὶ ἐξαφάνισίς τινος ὄπισθεν ὑψώματος ἢ καμπῆς ὁδοῦ Πόντ. Συνών. *ἀποδιˬάβασμα 1. 2) Ἡ δύσις, ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.): Ἡλί ’πιδέβαν ἔν’ (ἔδυσεν ὁ ἥλιος) Πόντ. || ᾎσμ. ίλ ἔφαγα τὴν πιρνήν, μύρ τό μεσημέριν κιˬ ἄλλα σαρανταδώδεκα ᾿ς σῆ ἣλι’ μ᾽ τὴν ᾿πιδέβαν (σιλ=χίλια, πιρνὴν=πρωίαν) αὐτόθ. Συνών. ἀποδιάβασμα 1β, βασίλεμα, δύσι, ἡλιˬοβασίλεμα. 3) Ὕψωμα γῆς τὸ ὁποῖον διερχόμενός τις ἐξαφανίζεται ὄπισθεν αὐτοῦ Πόντ. (Χαλδ.): ᾎσμ. Θὰ θήκω ὅρκον ’ς σὸ ραὶν κιˬ ὄμνασμαν ᾿ς σὴν ᾿πιδέβαν. Ἀντίθ. ἀνάφαμα 2, ἀναφανὴ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/