ἀποδιˬαβάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαβάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

σύνηθ. ἀποδβάζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπουδιˬιβάζου Λέσβ. ἀποδεβάζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπιδεβάζω Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἀποδζω Πόντ. (Κοτύωρ.) ᾿ποδιˬαβάζω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Μύκ. Τῆν.-ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 1, 67 3,32 καὶ 4, 12 bουδιˬαβάζου Λέσβ. ’ποδκιˬαβάζω Κύπρ. ᾿πιδεβάζω Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ μεσν. ἀποδιαβάζω. Ὁ τύπ ᾿bουδιˬαβάζου ἐκ τῆς συνεκφ μετὰ λέξεων ληγουσῶν εἰς, οἷον τόν, τήν. Ὁ τύπ. ἀπουδιˬιβάζου ἐκ τοῦ *ἀποδιˬεβάζω λαβόντος τὸ ε ἐκ τῆς αὐξήσεως καθὼς καὶ διˬιβαίνου ἐκ τοῦ ἀμαρτ. διˬεβαίνω. Εἰς τοὺς τύπ. ἀποδεβάζω, ἀπιδεβάζω, ’πιδεβάζω πρόκειται φωνητικὴ ἐξέλιξις ια--ε. Πβ. καὶ διˬαβάζω-δβάζω-δεβάζω. Ὁ τύπ. ἀποδάζω ἐκ τοῦ *ἀποδεˬάζω.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ περάσῃ ἀπὸ ἕνα μέρος καὶ νὰ μὴ φανῇ πλέον, συνήθως ἐπὶ προσώπου προπεμπομένου Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἐπιδέβασαμ’ ἀτον Χαλδ. Ἐπιδέβασ᾿ ἀτον ’ς σὸν ρασίν αὐτόθ. β) Ἐπὶ ἀψύχων, διαπερῶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἀποδεβάζ’ τὸ ράμμαν. γ) Μεταφέρω Σῦρ.: Νὰ τ᾿ ἀποδιˬαβάσῃ τὸ φαεῖ. 2) Προπέμπω. κατευοδώνω Θρᾴκ. (Ἀρκαδιούπ. Γέν. Σαρεκκλ. Σκοπ. κ.ἀ.) Λέσβ.–ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.: Πῆγε ν’ ἀποδιαβάσ’ τὸν ἄνθρωπο Ἀρκαδιούπ Τὴ ’bοδιάβασα τὴν ἄμνiα μ’ Σαρεκκλ. Πά’ νὰ ’ποδιˬαβάῃς τὴ θε͜ιά σ’ (πά’=πήγαινε) αὐτόθ. Θυμᾶσαι ναὶ ποῦ ἦρτε ἡ μάννα μ᾽ καὶ ἐφάγαμ᾽ καὶ σὰν τὴν ’ποδιˬάβασα, σ᾿ ἔβγαλα καὶ διˬάβ᾿καμ᾿ κ’ ἐμεῖς; (ἐκ παραμυθ.) Γέν. Χαιρέτισε καὶ τὴ μάννα ποῦ τὸν ’ποδιˬάβασε καὶ χάθηκε ’ς τὴ σκοτεινιˬὰ τοῦ δρόμου ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. 3,82. Γυναῖκες, παιδιˬά, κορίτσιˬα, γέροι, ξεπροβοδοῦσαν, ’ποδιάβαζαν τοὺς ξενιτεμένους αὐτόθ. 1,67. Συνών. ἀποβγάλλω 2, κατευοδώνω, ξαποστέλλω, ξεβγάζω, ξεβγάλλω, ξεπροβοδώνω, παραβγάζω, συναποβγαίνω. 3) Ἀπομακρύνω, ἀποπέμπω τινὰ εὐσχήμως Κύπρ. Μύκ.-Κορ. Ἄτ. 4,27: Μέσ’ ’ς τὸ μεσ’μέρ’ τ᾿ς ’ποδιάβασα (ἀπράκτους ἀπέπεμψα) Μύκ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 295 (ἕκδ. Wagner σ. 74) «γελᾷ τον τὸν παντέρημον ὡσὰν μικρὸν κωπέλλιν, | σὰν νὰ τὸ ἐποδιάβαζεν ἡ μάννα μὲ παστέλλιν» καὶ Διγεν. Ἀκρίτ. (Λαογρ. 9 <1926> σ. 321) «τότε ὁ ἀμιρᾶς θέλοντας νὰ τοὺς ἀποδιαβάσῃ ἐγέλασέν τους καὶ εἶπεν…» Συνών. ἀποδιώχνω. 4) Καταπίνω ἀκουσίως Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἐπέδσε ἕνα ἐλαίας πιπίλ’ (κουκκούτσι). 5) Ὑπανδρεύω, ἐπὶ κόρης ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. 4,12: Τῆς κόρης ποῦ ’ρθε καιρὸς νὰ τὴν ᾿ποδιˬαβάσ’ καὶ νὰ τὴν ξεμακρένῃ ἀπὸ τὸ σπίτι της. 6) Φονεύω Κύπρ. Μύκ.: Μὲ μιˬὰν ματσουκεˬὰν ἐποδκιˬάβασάν τον Κύπρ. Τὸν ἀποδιˬαβάζ’ τὸν ἄρρωστο ὁ δεῖνα (εἰρων. ἐπὶ κακοῦ ἰατροῦ ἀποστέλλοντος τοὺς ἀσθενεῖς εἰς τὸν ᾍδην) Μύκ. Συνών. ξαποστέλνω. 7) Περατῶ τὴν ἀνάγνωσιν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Δὲν ἀποδιˬάβασα ἀκόμα τὸ βιβλίο ποῦ μοῦ ’δωσες σύνηθ. Ὁ παππᾶς ἀποδιˬάβασε ἕνα ἕνα κιˬ ὡς τὴν ἄκρη τὰ γράμματα τοῦ ξορκισμοῦ (ἐκ παραδ.) Πελοπν. (Βαλτέτσ.) || ᾎσμ. Κιˬ ἀπῆς τῶ d’ ἀποδιˬάβασεν ὁ δάσκαλος ρωτᾷ τσοι, νὰ ποῦ gιˬ αὐτοὶ τὴ γνώμη dω g’. εἷdα βουλὴ νὰ πιˬάσῃ (τ’ ἀποδιάβασεν ἐνν. τὰ γράμματα, τὰς ἐπιστολὰς) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. β) Τελειώνω τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν τινὸς Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κύθηρ.: ᾎσμ. Ὅταν μ’ ἀποδιˬαβάσουνε καὶ τὰ κεριˬά μου σβήσουν, τότε καὶ σύ, ἀγάπη μου, μέσα ’ς τὰ μαῦρα ντύσου Κάτω Παναγ. 8) Ἐνταφιάζω τινὰ Κύθηρ.: Τὸν ἀποδιˬαβάσαμε. Συνών. ἀναπαρώνω 3, ἀνασηκώνω Α2, θάφτω, κηδεύω, σηκώνω. Ἡ μετοχ. ’ποδιˬαβασμένος=ὁ ὑπερβὰς ὡρισμένον χρονικὸν ὅριον, ἐπὶ καρπῶν Τῆν.: Ἄμα ’ναι ᾿ποδιˬαβασμένο τὸ λύθ’, δὲ bιˬά’ πεˬὸ (εἶναι ἄχρηστον πρὸς γονιμοποίησιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/