γλυκοτρώγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοτρώγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοτρώγω Ἀθῆν.-Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 133-Ν. Ἑστ. 24 (1938), 1379 γλυκουτρώγου Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
Τρώγω τι μὲ ἡσυχίαν καὶ ἀπόλαυσιν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ σκυλλάκι γλυκοτρώγει τὰ κόκκαλα Ἀθῆν. Θά καθούμαστε μὲ τὸ κέφι μας στὸν κάμπο, νὰ μαζώνουμε λουλουδάκιˬα καὶ νὰ γλυκοτρῶμε σταφύλιˬα Δ. Ψυχάρ., ἔνθ’ ἀν || Παροιμ. Ὅπου γλυκουφάῃ, θὰ πικρουχέσ’ (ἡ μεγάλη ἀπόλαυσις ἔχει κάποτε δυσαρέστους συνεπείας) Ἀθῆν. Αἰτωλ. Βλ. καὶ λ. γλυκοφάγι καὶ γλυκοφάγωμα || ᾎσμ. Μάιδε ψωμὶ γλυκόφαγα, μάιδ’ ἀλλαξὰ εἷδα-ν-ἄσπρη Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA