γλυκοτσάκισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοτσάκισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοτσάκισμα τό, Ν. Ἑστ. 21 (1937), 845.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γλυκοτσακίζω.
Σημασιολογία
Γλυκύς, μελωδικὸς λαρυγγισμός: Τῆς φωνῆς σου τὰ γλυκοτσακίσματα δὲν τὰ πείραζαν οἱ ἑβδομήντα βαρυχειμωνιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA