γλυκουδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκουδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκουδεύω ἀμάρτ. γλυγουδεύου Τῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γλυκούδι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -εύω.

Σημασιολογία

Δίδω γλυκόν, περιποιοῦμαι: Νὰ γλυγουδεύ’ς τὰ πιδιˬά, γιὰ νὰ σ’ ἀγαποῦν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/