γλυκούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκούδι τό, Ἰόνιοι Νῆσ. Κύπρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)-Κ. Οἰκον., Δοκίμ., 3.71 -Λεξ. Πόππλ. γλυγούδι Λεξ. Πόππλ. γλυούδι Χίος (Φυτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκό, ὡς οὐσ. λαμβανομένου, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκός Β3, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Κατα πληθ., πᾶν εἶδος γλυκύσματος ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Χίος (Φυτ.): Μό’ φοινίκιˬα ᾿ὰ κεράσῃς μας; ᾿ὲν ἤκαμες ἄλλα γλυούδιˬα; Φυτ. Ξινὰ θὰ τοῦ ’βγουν τὰ γλυκούδιˬα Ἰόνιοι Νῆσ. Ἔτρωγεν ὅλα τὰ καλούδιˬα καὶ γλυκούδιˬα Χαλκιδ. β) Τρωγάλια Λεξ. Πόππλ. 2) Οἶνος ἐρυθρὸς μετρίας ποιότητος Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/