αὐτολογίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτολογίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
αὐτολογίζομαι Ἀντικύθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀντων. αὐτὸς καὶ τοῦ ρ. λογίζομαι.
Σημασιολογία
Συλλογίζομαι, σκέπτομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA