ἀποδιˬαλέγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαλέγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬαλέγω πολλαχ. ἀπουδιˬαλέγου Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀποδιˬαλέω Θήρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀπουδιˬαλέω Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποδιˬαλέγγου Τσακων. ἀποιˬαλέω Κάρπ. ’ποδιˬαλέγω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿ποδκιˬαλέω Κύπρ. ’πουδιˬαλέου Εὔβ. (Στρόπον.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποδιˬαλέγω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκ πλήθους ἀντικειμένων ἐκλέγω τὰ καλύτερα ἀπορρίπτων τὰ ἄχρηστα πολλαχ.: Ἀποδιˬάλεξε τὰ βελανίδιˬα Λακων. || Γνωμ. Διˬάλεξε κιˬ ἀποιˬάλεξε, ἐπῆρ’ ἀποιˬαλέουρα (ἐπὶ τοῦ λίαν ἐκλεκτικοῦ, ἀλλ᾽ ἐν τέλει ἀποτυγχάνοντος) Κάρπ. || ᾊσμ. Διˬάλεξες κιˬ ἀποδιˬάλεξες, μὰ ᾽γὼ πάλι σὲ πῆρα Πελοπν. (Ἀργ.) Ὁ Χάρως μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι μας ἦρθε σὰν τοὶς κουρσάροι, διˬάλεξε κιˬ ἀποδιˬάλεξε τὸν πεˬὸ καλὸ νὰ πάρῃ (μοιρολ.) Σάμ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 140 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐν τούτῳ ἀποδιάλεξαν τὸν κόντο τῆς Τσαμπάνιας, | διατὶ ἦτον εὐπρεπέστατος, εἰς τ’ ἄρματα ἐπιδέξιος» καὶ Η στ. 3594 «τριακόσιους γὰρ ἐρρόγεψαν ὅλους καβαλλαρίους, | ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, ὅλοι ἀποδιαλεμένοι». β) Διὰ κοσκινίσματος καθαρίζω δημητριακοὺς καρποὺς Θήρ.: Ἡἀποδιˬάλεξε τὸν ἀρακᾶ. Συνών. ἀπογυρίζω 8. 2) ᾿Εκ πλήθους ἀντικειμένων ἐκλέγω τὰ χειρότερα Κύπρ.: Γνωμ. Ὅπκο͜ιος δκιˬαλέει ’ποδκιˬαλέει (ἐπὶ τοῦ λίαν δυσκόλου ἐν τῇ ἐκλογῇ ἰδίᾳ γαμβροῦ ἢ νύμφης, ἐν τέλει δὲ καταλήγοντος εὶς ἀποτυχίαν). 3) Περατῶ τὴν διαλογὴν πολλαχ.: Ἄρχισα ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ διαλέγω τὰ λεμόνιˬα-τὰ πορτοκάλιˬα-τὰ καρύδιˬα κιˬ ἀκόμη δὲν τ’ ἀποδιάλεξα πολλαχ. Εἴχαμ’ ἕνα σουρὸ ἰλα͜ιές, ἀλλὰ τ᾿ς ἀπουδιˬαλέξαμι Αἰτωλ. Τ’ ἀπουδιˬαλέμι ἀπόψι τοὺ καλαμπό᾿ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA